- φοινικοπάρυφος
- φοινῑκο-πάρῠφος, ον,A with crimson border, πορφυραῖ φ. τήβενναι, = Lat. trabeae, D.H.6.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοπάρυφος — ον, Α (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πάρυφος (< παρυφή), πρβλ. λευκο πάρυφος, χρυσο πάρυφος] … Dictionary of Greek
φοινικοπαρύφους — φοινικοπάρυφος with crimson border masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)